αφαντώνομαι

αφαντώνομαι
(Μ ἀφαντοῡμαι, -όομαι και ἀφαντῶ, -όω) [άφαντος]
γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι
μσν.
1. ενεργ. κάνω κάτι άφαντο, εξαφανίζω
2. μέσ. εξατμίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”